λοβίων

λοβίων
λόβιον
fruit of the
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χοληφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που παροχετεύει τη χολή, χολαγωγός 2. φρ. α) «χοληφόρα τριχοειδή σωληνάρια» ανατ. λεπτότατα τριχοειδή σωληνάρια που αποτελούν πυκνότατο πλέγμα διά μέσου τών κυττάρων τών λοβίων και αποκομίζουν τη χολή που εκκρίνεται… …   Dictionary of Greek

  • βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”